*άληστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίααμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν απαντά σε κείμενα αλλά σε γραμματικούς τύπους ή σε σύνθετες λέξεις - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία
επεξεργασία- *άληστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄληστος (ιωνικός τύπος ) < αρχαία ελληνική ἄλαστος
Επίθετο
επεξεργασία*άληστος (ελλειπτικό επίθετο) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἄληστος)
- (λόγιο) αλησμόνητος (απαντά μόνο στη γενική ενικού αλήστου στην έκφραση αλήστου μνήμης
Μεταφράσεις
επεξεργασία *άληστος
→ δείτε τη λέξη αλησμόνητος |