αλησμόνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλησμόνητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀλησμόνητος (ή από μεσαιωνική ελληνική) < α- (στερητικό) + λησμονῶ (λησμονώ) + -τος[1]
Επίθετο επεξεργασία
αλησμόνητος, -ή, ο
- πρόσωπο ή κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αγαπημένο, εξαιρετικό κ.λπ., που δεν μπορεί να ξεχαστεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλησμόνητος
Πηγές επεξεργασία
- ↑ αλησμόνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας