αλησμόνητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλησμόνητα < αλησμόνητος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααλησμόνητα
- χωρίς να είναι δυνατόν να λησμονηθεί
- Περάσαμε αλησμόνητα, μακάρι να ξαναπάμε στην Κρήτη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλησμόνητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλησμόνητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλησμόνητος