πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακλεής η ακλεής το ακλεές
      γενική του ακλεούς* της ακλεούς του ακλεούς
    αιτιατική τον ακλεή την ακλεή το ακλεές
     κλητική ακλεή(ς) ακλεής ακλεές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακλεείς οι ακλεείς τα ακλεή
      γενική των ακλεών των ακλεών των ακλεών
    αιτιατική τους ακλεείς τις ακλεείς τα ακλεή
     κλητική ακλεείς ακλεείς ακλεή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ακλεής, -ής, -ές

(λόγιο)
  1. που δεν έχει κλέος ή δόξα
     συνώνυμα: άδοξος
  2. που δεν έχει (καλή) φήμη
     συνώνυμα: άσημος

Μεταφράσεις

επεξεργασία