Δείτε επίσης: ακλεής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀκλεής τὸ ἀκλεές
      γενική τοῦ/τῆς ἀκλεοῦς
ἀκλεέος
τοῦ ἀκλεοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀκλεεῖ
ἀκλεέϊ & επικός ἀκλέϊ
τῷ ἀκλεεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκλε
ἀκλεέα, ἀκλε
& επικός ἀκλέ
τὸ ἀκλεές
     κλητική ! ἀκλεές ἀκλεές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκλεεῖς
ἀκλεέες
τὰ ἀκλε
      γενική τῶν ἀκλεῶν τῶν ἀκλεῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκλεέσ(ν) τοῖς ἀκλεέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκλεεῖς τὰ ἀκλε
     κλητική ! ἀκλεεῖς ἀκλε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκλεεῖ τὼ ἀκλεεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀκλεοῖν τοῖν ἀκλεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκλεής < ἀ- στερητικό + κλέ(ος) + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκλεής, -ής, -ές, υπερθετικός: ἀκλεέστατος

  1. ακλεής, που δεν έχει δόξα
  2. που δεν τον έχουν υμνήσει

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία