ἀκλεής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκλεής | τὸ | ἀκλεές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀκλεοῦς & ἀκλεέος |
τοῦ | ἀκλεοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀκλεεῖ & ἀκλεέϊ & επικός ἀκλέϊ |
τῷ | ἀκλεεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκλεῆ & ἀκλεέα, ἀκλεᾶ & επικός ἀκλέᾰ |
τὸ | ἀκλεές | ||
κλητική ὦ! | ἀκλεές | ἀκλεές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκλεεῖς & ἀκλεέες |
τὰ | ἀκλεῆ | ||
γενική | τῶν | ἀκλεῶν | τῶν | ἀκλεῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκλεέσῐ(ν) | τοῖς | ἀκλεέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκλεεῖς | τὰ | ἀκλεῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀκλεεῖς | ἀκλεῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκλεεῖ | τὼ | ἀκλεεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκλεοῖν | τοῖν | ἀκλεοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀκλεής, -ής, -ές, υπερθετικός : ἀκλεέστατος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- ἀκλεῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλέος
Πηγές
επεξεργασία- ἀκλεής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκλεής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.