Δείτε επίσης: ἀλέκτορας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλέκτορας οι αλέκτορες
      γενική του αλέκτορα των αλεκτόρων
    αιτιατική τον αλέκτορα τους αλέκτορες
     κλητική αλέκτορα αλέκτορες
Η γενική πληθυντικού σε λόγια χρήση.
Δείτε επίσης, «αλέκτωρ» και το αρχαίο «ἀλέκτωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλέκτορας αρσενικό

  • «αλέκτωρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.