αλβανόπαις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλβανόπαις < Αλβαν(ός) + -ό- + αρχαία ελληνική παῖς, κατά τα ουσιαστικά της καθαρεύουσας όπως ναυτόπαις, γυμνασιόπαις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.vaˈno.pes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νό‐παις
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλβανόπαις αρσενικό
- (λόγιο) το αλβανόπουλο
- ※ H Ελλάς είναι η χώρα των πανηγύρεων και των «συμβόλων» και ο Αλβανόπαις της Μηχανιώνας ανεδείχθη σε «σύμβολο» της μάχης που δίδουν οι αυτοπροσδιοριζόμενες ως προοδευτικές δυνάμεις εναντίον των υπολειμμάτων της «αντιδράσεως» και του «συντηρητισμού», δηλαδή όλων όσοι φρονούν ότι η εκάστοτε κυβέρνηση θα πρέπει να ασχολείται με τη βελτίωση της καθημερινότητος, τη χρηστή διαχείριση των εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων, τη διατήρηση των στοιχείων της ιδιοσυστασίας του ελληνικού έθνους, αντί να επιδίδεται σε ιδεολογικούς αγώνες «εκσυγχρονισμού» των πεποιθήσεων των πολιτών της χώρας. (Κώστας Ιορδανίδης, O Αλβανόπαις και η σημαία, Η Καθημερινή, 30 Οκτωβρίου 2013)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλβανόπαις
→ δείτε τη λέξη αλβανόπουλο |