αλληλοπεριχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλοπεριχώρηση | οι | αλληλοπεριχωρήσεις |
γενική | της | αλληλοπεριχώρησης* | των | αλληλοπεριχωρήσεων |
αιτιατική | την | αλληλοπεριχώρηση | τις | αλληλοπεριχωρήσεις |
κλητική | αλληλοπεριχώρηση | αλληλοπεριχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοπεριχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλληλοπεριχώρηση < αλληλο- + περιχώρηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλληλοπεριχώρηση θηλυκό
- (λόγιο) το πλησίασμα ή η συνύπαρξη δύο ή περισσότερων κόσμων, οντοτήτων, απόψεων, κοσμοθεωριών κ.λπ. χωρίς να χάνουν τα χαρακτηριστικά και την ιδιαιτερότητά τους, χωρίς να αφομοιώνονται και με σεβασμό στα χαρακτηριστικά της άλλης πλευράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοπεριχώρηση