περιχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιχώρηση | οι | περιχωρήσεις |
γενική | της | περιχώρησης* | των | περιχωρήσεων |
αιτιατική | την | περιχώρηση | τις | περιχωρήσεις |
κλητική | περιχώρηση | περιχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιχώρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιχώρη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική περιχωρέω / περιχωρῶ < περι- + χωρέω / χωρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈxo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐χώ‐ρη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριχώρηση θηλυκό
- (χριστιανισμός) δείτε το ελληνιστικό περιχώρησις
- η συνύπαρξη τριών υποστάσεων, τριών προσώπων (Πατήρ, Υιός & Άγιο Πνεύμα), στην Αγία Τριάδα
- (χριστιανισμός) η συνύπαρξη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού της θείας και της ανθρώπινης φύσης
Συνώνυμα
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις περί και χώρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιχώρηση
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- περιχώρηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)