Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιχωρέω < αρχαία ελληνική περιχωρέω < περι- + χωρέω / χωρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

περιχωρέω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιχωρέω < περι- + χωρέω / χωρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

περιχωρέω/περιχωρῶ

  1. γυρίζω, τριγυρίζω
  2. μεταφέρομαι, φθάνω
  3. (ελληνιστική σημασία) περιστρέφομαι

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις περί και χῶρος

  Πηγές επεξεργασία