αιγαγροπίλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααιγαγροπίλημα ουδέτερο
- (λόγιο) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου (αίγαγρου) και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
- (λόγιο) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιγαγροπίλημα
|