Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντζέχρι τα πεντζέχρια
      γενική του πεντζεχριού των πεντζεχριών
    αιτιατική το πεντζέχρι τα πεντζέχρια
     κλητική πεντζέχρι πεντζέχρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντζέχρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική panzehir < περσική پادزهر (pâdzahr) < پاد ‎(pâd-: προστασία) + زهر ‎(zahr: δηλητήριο, φαρμάκι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντζέχρι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
  2. (ιδιωματικό) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία