πεντζέχρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεντζέχρι | τα | πεντζέχρια |
γενική | του | πεντζεχριού | των | πεντζεχριών |
αιτιατική | το | πεντζέχρι | τα | πεντζέχρια |
κλητική | πεντζέχρι | πεντζέχρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεντζέχρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική panzehir < περσική پادزهر (pâdzahr) < پاد (pâd-: προστασία) + زهر (zahr: δηλητήριο, φαρμάκι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεντζέχρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο