↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εντερόλιθος οι εντερόλιθοι
      γενική του εντερόλιθου
εντερολίθου
των εντερόλιθων
εντερολίθων
    αιτιατική τον εντερόλιθο τους εντερόλιθους
εντερολίθους
     κλητική εντερόλιθε εντερόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εντερόλιθος < έντερο + -ο- + λίθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντερόλιθος αρσενικό

  1. (λόγιο) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου (αίγαγρου) και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
  2. (λόγιο) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία