αβδηριτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβδηριτισμός < αβδηρίτ(ης) + -ισμός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vði.ɾi.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βδη‐ρι‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβδηριτισμός αρσενικό
- (λόγιο) η ανοησία, μωρία, ματαιοδοξία, μικροπρέπεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβδηριτισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβδηριτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβδηριτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)