αβδηριτικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβδηριτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα Ἀβδηριτικῶς (μαρτυρείται από το 1891)[1] < (ελληνιστική κοινή) Ἀβδηριτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε αβδηριτικ(ός) + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασίααβδηριτικώς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 2, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- αβδηρίτης (& αβδηριτικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)