αδιασκέδαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιασκέδαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιασκέδαστος
Επίθετο
επεξεργασίααδιασκέδαστος, -η, -ο
- που ζει ή ζούσε χωρίς διασκεδάσεις
- (λόγιο) αδιασκόρπιστος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διασκεδάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιασκέδαστος
|