Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɔʁ.te/

avorter (fr)

  1. αποβάλλω ή κάνω έκτρωση, εκουσίως ή ακούσια τερματίζω την εγκυμοσύνη
  2. αποτυγχάνω

Συγγενικά

επεξεργασία