Ετυμολογία

επεξεργασία
απορρίχνω < απο- + ρίχνω

απορρίχνω, αόρ.: απόρριξα, παθ.φωνή: απορρίχνομαι, π.αόρ.: απορρίχτηκα, μτχ.π.π.: απορριγμένος

  1. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) (για έμβρυο) αποβάλλω
  2. (ιδιωματικό, παρωχημένο) απορρίπτω, διώχνω, δεν δέχομαι, περιφρονώ
  3. (στην παθητική φωνή) απορρίχνομαι: εκδηλώνω τις επιθυμίες μου, δεν συγκρατούμαι, δεν βαστιέμαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις από και ρίχνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία