αντιπιτυριδικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπιτυριδικό < ουδέτερο του αντιπιτυριδικός < αντι- + πιτυριδικός < πιτυρίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιπιτυριδικό ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πιτυρίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπιτυριδικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντιπιτυριδικό, -ή, -ό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αντιπιτυριδικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιπιτυριδικός