αντιπιτυριδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπιτυριδικός < αντι- + πιτυριδικός
Επίθετο
επεξεργασίααντιπιτυριδικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση της πιτυρίδας
- (ουσιαστικοποιημένο) αντιπιτυριδικό: το σχετικό φάρμακο ή σκεύασμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πιτυρίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπιτυριδικός
|