Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαμαρτυρικό τα διαμαρτυρικά
      γενική του διαμαρτυρικού των διαμαρτυρικών
    αιτιατική το διαμαρτυρικό τα διαμαρτυρικά
     κλητική διαμαρτυρικό διαμαρτυρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμαρτυρικό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμαρτυρικό ουδέτερο

  • συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο γίνεται η διαμαρτύρηση γραμματίου ή συναλλαγματικής

  Μεταφράσεις επεξεργασία