Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμαρτύρηση οι διαμαρτυρήσεις
      γενική της διαμαρτύρησης* των διαμαρτυρήσεων
    αιτιατική τη διαμαρτύρηση τις διαμαρτυρήσεις
     κλητική διαμαρτύρηση διαμαρτυρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμαρτυρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμαρτύρηση < διαμαρτυρώ, διαμαρτυρη- + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική protestation) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.maɾˈti.ɾi.si/ & /ðʝa.maɾˈti.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐μαρ‐τύ‐ρη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμαρτύρηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία