διαμαρτυρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμαρτυρώ < αρχαία ελληνική διαμαρτυρέω-διαμαρτυρῶ
Ρήμα
επεξεργασίαδιαμαρτυρώ
- καταγγέλλω ότι κάτι (συνήθως γραμμάτιο, επιταγή, συναλλαγματική) είναι , μη έγκυρο, ακάλυπτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαμαρτυρώ
|