διαμαρτυρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαμαρτυρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμαρτυρώ
- θα διαμαρτυρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμαρτυρώ
διαμαρτυρήσεις