δερμοκαλλυντικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δερμοκαλλυντικό < δέρμα + -ο- + καλλυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
δερμοκαλλυντικό ουδέτερο
- καλλυντικό γαι την περιποίηση του δέρματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερμοκαλλυντικό
|