↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντεμετικό τα αντεμετικά
      γενική του αντεμετικού των αντεμετικών
    αιτιατική το αντεμετικό τα αντεμετικά
     κλητική αντεμετικό αντεμετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντεμετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντεμετικός (εννοείται: φάρμακο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.de.me.tiˈko/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντεμετικό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντεμετικό