αντιεμετικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιεμετικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιεμετικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.e.me.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐ε‐με‐τι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιεμετικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται στη συμπτωματική θεραπεία ναυτίας και εμετών γνωστής αιτίας
- ⮡ Αντιεμετικό χορηγείται για τη ναυτία των ταξιδιωτών σε πλοίο, μισή ώρα πριν την αναχώρηση.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμετός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιεμετικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντιεμετικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιεμετικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιεμετικός