αντεμετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντεμετικός < γαλλική antiémétique < anti- (< αρχαία ελληνική ἀντι-) + émétique (<αρχαία ελληνική ἐμετικός) (αντιδάνειο)
Επίθετο
επεξεργασίααντεμετικός, -ή, -ό
- (ιατρική) άλλη μορφή του αντιεμετικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμετός