Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.e.me.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antiémétique antiémétiques

antiémétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό