Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεματικό τα δεματικά
      γενική του δεματικού των δεματικών
    αιτιατική το δεματικό τα δεματικά
     κλητική δεματικό δεματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεματικό < μεσαιωνική ελληνική δεματικό(ν) < δεμάτι < ελληνιστική κοινή δεμάτιον < αρχαία ελληνική δέμα < δέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεματικό ουδέτερο

  1. τα δεσμά με τα οποία δένουμε κάτι
  2. καλαμόσχοινο με το οποίο δένουν τα δεμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) ματσάκι εδώδιμων χορταρικών

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη δένω

  Μεταφράσεις επεξεργασία