Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιρευματικό τα αντιρευματικά
      γενική του αντιρευματικού των αντιρευματικών
    αιτιατική το αντιρευματικό τα αντιρευματικά
     κλητική αντιρευματικό αντιρευματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιρευματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιρευματικός (εννοείται: φάρμακο) < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική antirheumatic < ἀντί (αντι-) + αρχαία ελληνική ῥευματικός < ῥεῦμα < ῥέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιρευματικό ουδέτερο στον πληθυντικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αντιρευματικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .