ρευματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρευματισμός < αρχαία ελληνική ῥευματισμός[1] (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rhumatisme[2] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική rheumatism[2])
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρευματισμός αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Rheumatism στην αγγλική Βικιπαίδεια
- αρθρίτιδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρευματισμός
- ↑ ρευματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ρευματισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)