αντιρευματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιρευματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική antirheumatic[1] < ἀντί (αντι-) + αρχαία ελληνική ῥευματικός < ῥεῦμα < ῥέω
Επίθετο επεξεργασία
αντιρευματικός, -ή. -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση των ρευματισμών
- (ιατρική) (ουσιαστικοποιημένο) αντιρευματικά: τα σχετικά φάρμακα
Άλλες γραφές επεξεργασία
- παλαιότερη γραφή με δύο ρο: αντιρρευματικός [2]
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ρευματισμός, ρεύμα και ρέω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιρευματικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντιρευματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .