Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρτεσιανό τα αρτεσιανά
      γενική του αρτεσιανού των αρτεσιανών
    αιτιατική το αρτεσιανό τα αρτεσιανά
     κλητική αρτεσιανό αρτεσιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρτεσιανό ουδέτερο του αρτεσιανός

Σημειώσεις επεξεργασία

Κατά το Μεσαίωνα, πολλά αρτεσιανά φρέατα ανοίχτηκαν από μοναχούς της επαρχίας Αρτουά (Αρτεσία) της Γαλλίας, απ` όπου πήρε και το όνομα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρτεσιανό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αρτεσιανό