Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρτεσιανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρτεσιαν
ός
η
αρτεσιαν
ή
το
αρτεσιαν
ό
γενική
του
αρτεσιαν
ού
της
αρτεσιαν
ής
του
αρτεσιαν
ού
αιτιατική
τον
αρτεσιαν
ό
την
αρτεσιαν
ή
το
αρτεσιαν
ό
κλητική
αρτεσιαν
έ
αρτεσιαν
ή
αρτεσιαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρτεσιαν
οί
οι
αρτεσιαν
ές
τα
αρτεσιαν
ά
γενική
των
αρτεσιαν
ών
των
αρτεσιαν
ών
των
αρτεσιαν
ών
αιτιατική
τους
αρτεσιαν
ούς
τις
αρτεσιαν
ές
τα
αρτεσιαν
ά
κλητική
αρτεσιαν
οί
αρτεσιαν
ές
αρτεσιαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρτεσιανός
<
γαλλική
artésien
<
Artois
Επίθετο
επεξεργασία
αρτεσιανός, -ή, -ό
σχετικός με την
Αρτεσία
Συγγενικά
επεξεργασία
Αρτεσία
αρτεσιανό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρτεσιανός
γαλλικά
:
artésien
(fr)