διαξονικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαξονικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διαξονικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαξονικό ουδέτερο
- όχημα (π.χ. φορτηγό) που διαθέτει δύο άξονες, δηλαδή δύο συστήματα τροχών που στηρίζουν και κινούν το όχημα