διαξονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαξονικός < δι- (δις) + -αξονικός (αξονικός < άξον(ας) + -ικός)
- (ιδίως στην ορυκτολογία, κρυσταλλογραφία) μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biaxial (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.a.kso.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐ξο‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαξονικός, -ή, -ό
- που έχει δύο άξονες
- ⮡ μονοαξονικός ή μονοάξονας κρύσταλλος (uniaxial crystal) - διαξονικός ή διάξονας κρύσταλλος (biaxial crystal)
- ⮡ διαξονική ίνα άνθρακα
- ⮡ άξονας τηλεσκοπίου (διαξονική διάταξη - biaxial)
- άλλες μορφές: διάξονας (επίθετο)
- (ειδικότερα, που αφορά όχημα, όπως φορτηγό) που διαθέτει δύο άξονες, δηλαδή δύο συστήματα τροχών που στηρίζουν και κινούν το όχημα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαξονικός, δι- -αξονικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- διαξονικός, δι- -αξονικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)