↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαξονικός η διαξονική το διαξονικό
      γενική του διαξονικού της διαξονικής του διαξονικού
    αιτιατική τον διαξονικό τη διαξονική το διαξονικό
     κλητική διαξονικέ διαξονική διαξονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαξονικοί οι διαξονικές τα διαξονικά
      γενική των διαξονικών των διαξονικών των διαξονικών
    αιτιατική τους διαξονικούς τις διαξονικές τα διαξονικά
     κλητική διαξονικοί διαξονικές διαξονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαξονικός < δι- (δις) + -αξονικός (αξονικός < άξον(ας) + -ικός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.a.kso.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐ξο‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαξονικός, -ή, -ό

  1. που έχει δύο άξονες
    ⮡  μονοαξονικός ή μονοάξονας κρύσταλλος (uniaxial crystal) - διαξονικός ή διάξονας κρύσταλλος (biaxial crystal)
    ⮡  διαξονική ίνα άνθρακα
    ⮡  άξονας τηλεσκοπίου (διαξονική διάταξη - biaxial)
    άλλες μορφές: διάξονας (επίθετο)
  2. (ειδικότερα, που αφορά όχημα, όπως φορτηγό) που διαθέτει δύο άξονες, δηλαδή δύο συστήματα τροχών που στηρίζουν και κινούν το όχημα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία