αξονικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αξονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axonique < αρχαία ελληνική ἄξων + {[π|-ικός}}
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αξονικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τον άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον Άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ιατρική) νευραξονικός, που αφορά νευράξονες