Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξονικός η αξονική το αξονικό
      γενική του αξονικού της αξονικής του αξονικού
    αιτιατική τον αξονικό την αξονική το αξονικό
     κλητική αξονικέ αξονική αξονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξονικοί οι αξονικές τα αξονικά
      γενική των αξονικών των αξονικών των αξονικών
    αιτιατική τους αξονικούς τις αξονικές τα αξονικά
     κλητική αξονικοί αξονικές αξονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axonique < αρχαία ελληνική ἄξων + {[π|-ικός}}

  Επίθετο επεξεργασία

αξονικός -ή -ό

  1. που έχει σχέση με τον άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με τον Άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  3. (ιατρική) νευραξονικός, που αφορά νευράξονες

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία