βλαχαδερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβλαχαδερό ουδέτερο
- (μειωτικό) άτομο που προέρχεται από χωριό και δεν μπορεί ακόμα να εγκλιματιστεί στη ζωή της πόλης
- (μειωτικό) άτομο χωρίς εκλεπτυσμένο γούστο
βλαχαδερό ουδέτερο