γερμανικό
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | γερμανικό | γερμανικά |
γενική | γερμανικού | γερμανικών |
αιτιατική | γερμανικό | γερμανικά |
κλητική | γερμανικό | γερμανικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γερμανικό < γερμανικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γερμανικό ουδέτερο
- Πάλι σε μένα το γερμανικό! Προχθές έκανα!
Κλιτή μορφή επιθέτουΕπεξεργασία
γερμανικό
- γερμανικός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του γερμανικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού