αγχολυτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγχολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγχολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγχολυτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που δρα κατά του άγχους και της αϋπνίας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγχολυτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αγχολυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγχολυτικός