Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγχολυτικό τα αγχολυτικά
      γενική του αγχολυτικού των αγχολυτικών
    αιτιατική το αγχολυτικό τα αγχολυτικά
     κλητική αγχολυτικό αγχολυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγχολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγχολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγχολυτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγχολυτικό