αγχολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αγχολυτικός -ή -ό
- που απελευθερώνει από το άγχος ή το μειώνει
- αγχολυτικά φάρμακα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγχολυτικός
|