Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγχολυτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγχολυτικ
ός
η
αγχολυτικ
ή
το
αγχολυτικ
ό
γενική
του
αγχολυτικ
ού
της
αγχολυτικ
ής
του
αγχολυτικ
ού
αιτιατική
τον
αγχολυτικ
ό
την
αγχολυτικ
ή
το
αγχολυτικ
ό
κλητική
αγχολυτικ
έ
αγχολυτικ
ή
αγχολυτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγχολυτικ
οί
οι
αγχολυτικ
ές
τα
αγχολυτικ
ά
γενική
των
αγχολυτικ
ών
των
αγχολυτικ
ών
των
αγχολυτικ
ών
αιτιατική
τους
αγχολυτικ
ούς
τις
αγχολυτικ
ές
τα
αγχολυτικ
ά
κλητική
αγχολυτικ
οί
αγχολυτικ
ές
αγχολυτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγχολυτικός
<
άγχος
+
λύω
+
-τικος
Επίθετο
επεξεργασία
αγχολυτικός -ή -ό
που απελευθερώνει από το
άγχος
ή το μειώνει
αγχολυτικά
φάρμακα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγχολυτικός