αντεθνικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντεθνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντεθνικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antinationalism)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντεθνικό[1] ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του αντεθνικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντεθνικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντεθνικό
- αιτιατική ενικού του αντεθνικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντεθνικός
Πηγές
επεξεργασία- ↑ αντεθνικό - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας