↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιμοστατικό τα αιμοστατικά
      γενική του αιμοστατικού των αιμοστατικών
    αιτιατική το αιμοστατικό τα αιμοστατικά
     κλητική αιμοστατικό αιμοστατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμοστατικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αιμοστατικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιμοστατικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αιμοστατικό