αντικουνουπικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικουνουπικό < ουδέτερο του αντικουνουπικός < αντι- + κουνούπι + -ικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικουνουπικό ουδέτερο
- συσκευή ή ουσία που απωθεί ή καταπολεμά τα κουνούπια
- Ο Τζέιμς Λόγκαν της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου χαρακτηρίζει σημαντική τη νέα μελέτη που εντόπισε ποιες ακριβώς χημικές ουσίες δημιουργούν ανοσμία στα κουνούπια. «Αν μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο αντικουνουπικό, που να είναι πιο αποτελεσματικό, να διαρκεί περισσότερο χρόνο και να είναι χαμηλού κόστους, αυτό θα προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στους ταξιδιώτες και σε όσους ανθρώπους ζουν σε περιοχές όπου ενδημούν ασθένειες», τονίζει. Επισημαίνει όμως ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια, ώσπου να βγει στην αγορά ένα τέτοιο προϊόν. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουνούπι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικουνουπικό