↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικουνουπικός η αντικουνουπική το αντικουνουπικό
      γενική του αντικουνουπικού της αντικουνουπικής του αντικουνουπικού
    αιτιατική τον αντικουνουπικό την αντικουνουπική το αντικουνουπικό
     κλητική αντικουνουπικέ αντικουνουπική αντικουνουπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικουνουπικοί οι αντικουνουπικές τα αντικουνουπικά
      γενική των αντικουνουπικών των αντικουνουπικών των αντικουνουπικών
    αιτιατική τους αντικουνουπικούς τις αντικουνουπικές τα αντικουνουπικά
     κλητική αντικουνουπικοί αντικουνουπικές αντικουνουπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικουνουπικός < αντι- + κουνούπι + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντικουνουπικός, -ή, -ό

  1. που απωθεί ή καταπολεμά τα κουνούπια
    Το «κοκτέιλ» των επιλεγμένων αντικουνουπικών ουσιών (μεταξύ των οποίων η μεθυλπιπερζίνη-1), θα μπορούσε μελλοντικά να προστεθεί σε καλλυντικά, λοσιόν και ρούχα. (*)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αντικουνουπικό: συσκευή ή ουσία που απωθεί ή καταπολεμά τα κουνούπια
    Ο Τζέιμς Λόγκαν της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου χαρακτηρίζει σημαντική τη νέα μελέτη που εντόπισε ποιες ακριβώς χημικές ουσίες δημιουργούν ανοσμία στα κουνούπια. «Αν μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο αντικουνουπικό, που να είναι πιο αποτελεσματικό, να διαρκεί περισσότερο χρόνο και να είναι χαμηλού κόστους, αυτό θα προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στους ταξιδιώτες και σε όσους ανθρώπους ζουν σε περιοχές όπου ενδημούν ασθένειες», τονίζει. Επισημαίνει όμως ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια, ώσπου να βγει στην αγορά ένα τέτοιο προϊόν. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία