απολιπαντικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολιπαντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απολιπαντικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπολιπαντικό ουδέτερο
- (χημεία) ουσία (π.χ. τετραχλωραιθυλένιο) που συντελεί / συμβάλλει στην απολίπανση
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολιπαντικό
|