Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιδιαρροϊκό τα αντιδιαρροϊκά
      γενική του αντιδιαρροϊκού των αντιδιαρροϊκών
    αιτιατική το αντιδιαρροϊκό τα αντιδιαρροϊκά
     κλητική αντιδιαρροϊκό αντιδιαρροϊκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιδιαρροϊκό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιδιαρροϊκός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιδιαρροϊκό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αντιδιαρροϊκό