αντιδιαρροϊκό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιδιαρροϊκό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιδιαρροϊκός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιδιαρροϊκό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που η δράση του καταστέλλει τη διάρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιδιαρροϊκό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντιδιαρροϊκό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιδιαρροϊκός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιδιαρροϊκός