↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιλεξικό τα αντιλεξικά
      γενική του αντιλεξικού των αντιλεξικών
    αιτιατική το αντιλεξικό τα αντιλεξικά
     κλητική αντιλεξικό αντιλεξικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιλεξικό < αντι- + λεξικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιλεξικό ουδέτερο

  1. όρος που χρησιμοποιήθηκε στο εννοιολογικό λεξικό του Θεολόγου Βοσταντζόγλου, το οποίο περιέχει κύρια λήμματα και μέσα σε αυτά όλα τα συνώνυμα και παράγωγα
  2. όρος που χρησιμοποιήθηκε σε μερικά λεξικά στα οποία η ταξινόμηση των λημμάτων έχει γίνει με βάση τη αντεστραμμένη μορφή τους, που περιέχουν τα λήμματα ταξινομημένα με βάση το τελευταίο γράμμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία