αντηλιακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντηλιακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντηλιακός < αντί (αντ-) + ήλιος.[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντηλιακό ουδέτερο
- παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την προστασία της επιδερμίδας από ένα μέρος των συχνοτήτων του ηλιακού φωτός που θεωρείται επικίνδυνο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντηλιακό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αντηλιακός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντηλιακός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ο τύπος σύμφωνα με τους κανόνες σύνθεσης της αρχαίας ελληνικής θα έπρεπε να είναι *ανθηλιακός, καθώς η λέξη ἥλιος δασύνεται. Η σύνθεση όμως έγινε σε χρονική περίοδο που τα πνεύματα δεν προφέρονταν. Και στην ελληνιστική εποχή άλλωστε έχουμε παρόνοια φαινόμενα, όπως με την λέξη ἀντήλιος, που κι αυτή έχει β' συνθετικό τη λέξη ἥλιος.
- ↑ αντηλιακός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.