αντηλιακό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντηλιακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντηλιακός < αντί (αντ-) + ήλιος. Ο τύπος σύμφωνα με τους κανόνες σύνθεσης της αρχαίας ελληνικής θα έπρεπε να είναι *ανθηλιακός, καθώς η λέξη ἥλιος δασύνεται. Η σύνθεση όμως έγινε σε χρονική περίοδο που τα πνεύματα δεν προφέρονταν. Και στην ελληνιστική εποχή άλλωστε έχουμε παρόνοια φαινόμενα, όπως με την λέξη ἀντήλιος, που κι αυτή έχει β' συνθετικό τη λέξη ἥλιος.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντηλιακό ουδέτερο
- παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την προστασία της επιδερμίδας από ένα μέρος των συχνοτήτων του ηλιακού φωτός που θεωρείται επικίνδυνο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντηλιακό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντηλιακός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντηλιακός